-
1 ὑποταγή
ὑποταγή, ῆς, ἡ (s. ταγή, and cp. 2 aor. of ὑποτάσσω; Dionys. Hal. 3, 66, 3 act. ‘subjecting’) in our lit. only pass. the state of submissiveness, subjection, subordination, as opposed to setting oneself up as controller (Plut., Mor. 142e) (Wsd 18:15 A; TestSol; ApcMos 10; Artem. 1, 73 p. 66, 14; Paradoxogr. p. 218, 7 Westermann ἐν ὑποταγῇ; Vett. Val. 106, 8; 11; 17; 24; 198, 28; BGU 96, 7 [III B.C.] τὸν ἐν ὑποταγῇ τυγχάνοντα. Cp. ἐν ὑπ. μένειν τοῦ θεοῦ Iren. 4, 38, 3 [Harv. II 196, 3]; Theoph. Ant 1, 6 [p. 70, 11]). ἡ ὑποταγὴ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον 2 Cor 9:13 (ὁμολογία 1). ἐν πάσῃ ὑποταγῇ subordinating herself in every respect 1 Ti 2:11 (cp. cum omni subiectione Papias [1:3]); τέκνα ἔχειν ἐν ὑποταγῇ keep children under control 3:4. ἐν μιᾷ ὑποταγῇ κατηρτισμένοι made complete in unanimous subjection IEph 2:2. εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ (dat. of manner) we yielded in submission Gal 2:5. The system of ordered relationships requires recognition of one’s proper place in the structure. Since Paul is subordinate to the ‘truth of the gospel’ he cannot comply with some demands imposed by leaders in Jerusalem who have the obligation to recognize their place in the order of things.—Of the members of the body ὑποταγῇ μιᾷ χρῆται they experience a mutual subjection 1 Cl 37:5. ὁ κανὼν τῆς ὑποταγῆς the established norm of obedience (Kleist) 1:3.—DELG s.v. τάσσω. M-M. TW. -
2 ὑποταγή
ὑποτᾰγή, ἡ,A subordination, subjection, D.H.3.66, 2 Ep.Cor.9.13, Ep.Gal.2.5; ἐν ὑποταγῇ in a subordinate position, BGU96.7 (iii A. D.): pl., Cat.Cod.Astr.8(4).143.3 copy,ψηφισμάτων.. καὶ ἐπιστολῆς IGRom.3.705
(Lycia, ii A. D., pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποταγή
-
3 υποταγή
ὑποτάσσωplace: aor subj pass 3rd sgὑποτάσσωplace: aor subj pass 3rd sgὑποτάσσωplace: aor subj pass 3rd sgὑποταγήsubordination: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 ὑποταγῇ
ὑποτάσσωplace: aor subj pass 3rd sgὑποτάσσωplace: aor subj pass 3rd sgὑποτάσσωplace: aor subj pass 3rd sgὑποταγήsubordination: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 υποταγή
-
6 ὑποταγή
-
7 υποταγη
-
8 υποταγή
υποταγή ηдобровольное подчинение послушника своему старцу -
9 υποταγή
η1) подчинение; покорение, порабощение;δηλώνω υποταγή — покоряться, признавать себя побеждённым;
έχει ολόκληρο κόσμο στην υποταγή του — под его властью находится много людей;
2) послушание; повиновение; покорность, раболепство -
10 ὑποταγή
{сущ., 4}подчинение, повиновение, покорность, послушание.Ссылки: 2Кор. 9:13; Гал. 2:5; 1Тим. 2:11; 3:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑποταγή
-
11 υποταγή
{сущ., 4}подчинение, повиновение, покорность, послушание.Ссылки: 2Кор. 9:13; Гал. 2:5; 1Тим. 2:11; 3:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υποταγή
-
12 ὑποταγή
подчинение, повиновение, покорность, послушание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑποταγή
-
13 ὑποταγῇ
подчинениибудет подчинено подчинение подчинениемΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑποταγῇ
-
14 υποταγή
[ипотаги] ουσ. θ. подчинение, повиновение, покорность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποταγή
-
15 υποταγή
[ипотаги] ουσ θ подчинение, повиновение, покорность. -
16 ὑποταγή
ὑπο-ταγή, ἡ, Unterordnung, Unterwerfung. Bei den Gramm. der subjunctivus -
17 υποταγή
assujettissement -
18 υποταγή
podrobení -
19 υποταγή
submissionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υποταγή
-
20 tebaiyet
υποταγή, υπακοή
См. также в других словарях:
ὑποταγή — subordination fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποταγή — η / ὑποταγή, ΝΜΑ [ὑποτάσσω] 1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.) 2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ… … Dictionary of Greek
υποταγή — η 1. το να υποτάσσεται κανείς, έλλειψη ανεξαρτησίας, υποτέλεια, υποδούλωση: Η υποταγή της Ελλάδας στους Γερμανούς. 2. ευπείθεια, υπακοή: Υποταγή στους νόμους της πατρίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποταγῇ — ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποταγή subordination fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποταγῆι — ὑποταγῇ , ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποταγῇ , ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποταγῇ , ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποταγῇ , ὑποταγή subordination fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποταγαῖς — ὑποταγή subordination fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποταγαί — ὑποταγή subordination fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποταγῆς — ὑποταγή subordination fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποταγήν — ὑποταγή subordination fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek